Στόχο για τουριστικά έσοδα 27 δισ. ευρώ, 50 εκατ. επισκέψεις και 307 εκατ. διανυκτερεύσεις έως το 2030 θέτει ο ΣΕΤΕ μετά τη μελέτη Ελληνικός Τουρισμός 2030, που εκπονήθηκε από την κοινοπραξία Deloitte – Remaco.
Παράλληλα, το σχέδιο αυτό που θα εισηγηθεί ο ΣΕΤΕ στην κυβέρνηση αποσκοπεί στη σταδιακή άμβλυνση της εποχικότητας, στη χωρική επέκταση της τουριστικής δραστηριότητας σε περισσότερες περιφέρειες και στην αύξηση της μέσης δαπάνης και της διάρκειας παραμονής ανά επισκέπτη.
Ανάμεσα στις προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων του 2030 προσδιορίζονται η πλήρης ανάκαμψη του ελληνικού τουρισμού στα προ πανδημίας επίπεδα το 2023, η απουσία μείζονος εξωγενούς κρίσης που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον τομέα την περίοδο 2023-2030, η ανάγκη για επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές και η εστίαση σε συγκεκριμένες αγορές και προϊόντα, βάσει των νέων αναδυόμενων ταξιδιωτικών τάσεων. Επίσης προτάσσονται η ψηφιακή αναβάθμιση, η καινοτομία και το marketing, η προστασία του περιβάλλοντος και η ενίσχυση των δεξιοτήτων και της επιχειρηματικότητας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αύξηση των τουριστικών εσόδων μεταξύ 2019 και 2030 μπορεί να φθάσει σε ποσοστό 52%, η αύξηση των επισκέψεων σε ποσοστό 27% και η αύξηση των διανυκτερεύσεων σε ποσοστό 32%. Το αποτέλεσμα αυτό, δύναται να πετύχει ο ελληνικός τουρισμός με μονοψήφιους μέσους ετήσιους ρυθμούς μεταβολής την περίοδο μεταξύ 2023 και 2030, της τάξης του 6,2% για τα έσοδα, του 3,5% για τις επισκέψεις και του 4% για τις διανυκτερεύσεις.
Επιπλέον, σημαντικό ρόλο θα παίξει η αύξηση της μέσης διάρκειας παραμονής και της δαπάνης ανά διανυκτέρευση και ανά επισκέπτη.
Σε επίπεδο βασικών αγορών για τον ελληνικό τουρισμό, επιβεβαιώνεται ότι η στόχευση πρέπει να παραμείνει στις εδραιωμένες και ώριμες αγορές εισερχόμενου τουρισμού της Δυτικής Ευρώπης (π.χ. Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία) και στις αγορές εισερχόμενου τουρισμού της Ανατολικής Ευρώπης με εστίαση στη Ρωσία. Επίσης, το ενδιαφέρον πρέπει να εστιασθεί στις ισχυρές και μεγάλες αγορές της Βόρειας Ευρώπης, στις σημαντικές αναδυόμενες αγορές για τον παγκόσμιο τουρισμό (Κίνα, Ινδία και Νότια Κορέα), καθώς και στις ισχυρές και μεγάλες αγορές της Βόρειας Αμερικής (ΗΠΑ, Καναδάς).